γαμηλιότητα

γαμηλιότητα
η
1. δημογραφικός δείκτης τών γάμων σε μια χώρα ή περιοχή
2. το ποσοστό τών ερχομένων κάθε χρόνο σε γάμο σε σχέση με τον αριθμό τών ανθρώπων που θα μπορούσαν να έλθουν σε γάμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”